< γονορρυέω
γόνος >
γονορρυής
,
-ές
que padece gonorrea
ἄνθρωπος
LXX
Le
.22.4, cf.
Nu
.5.2
•
subst. ὁ γ.
enfermo de gonorrea
LXX
Le
.15.4, 6, Ph.1.88, Clem.Al.
Strom
.2.14.61, Hsch.
γ
817.