< ἀριστοφόρον
Ἀριστόφυλοι >
ἀριστοφυής
,
-ές
de la mejor naturaleza
ἐν ... τᾷ γᾷ καὶ παρ' ἁμῖν ἀριστοφυέστατον μὲν ἄνθρωπος
Ecphant.
Pyth.Hell
.80.1.