< ἀνθοφόρος
ἀνθρακάριος >
ἀνθοφυής
,
-ές
1
polícromo
πτέρυξ
de un loro
AP
9.562 (Crin.).
2
que produce flores
βῶλος
IG
12(9).954.13 (Cálcide).