< ἀσκεύαστος
ἄσκευος >
ἀσκευής
,
-ές
carente de enseres
o
instrumentos
de un médico
ἀσκευής περ ἐών
Hdt.3.131, de un pobre
ἄοικος τε καὶ ἀ. καὶ ἀκτήμων
Muson.
Fr
.14.