ἀπροσφυής, -ές
1 que no tiene sentido, incongruente
τὸ σκάπτεινEust.178.37,
λατρείαSch.Hes.Op.735G.
•que no tiene igual naturaleza
ἰχθὺν δακρύω μύραιναν ἀπροσφυές μοι ζῷονTz.H.8.150.
2 adv. -ῶς sin sentido, incongruentemente
ἔστι γὰρ ἀ. λέγεσθαι πόδας ἐλαφηρούςEust.529.31,
μήποτε ἀκούσῃς οὐκ ἀ.Eust.Op.40.60.