< ἀνθοβαφεύς
ἀνθοβαφία >
ἀνθοβαφής
,
-ές
teñido de colores vivos
στρωμνή
Antyll. en Orib.9.14.7, cf. Ph.2.274,
ἐσθής
S.E.
P
.1.148,
πέδιλα
Luc.
Am
.41, fig.
γῆ
IG
7.1802.