αἰόλισμα αὔλισμα ἐναύλισμα ἐκφαύλισμα διύλισμα ἐκκύλισμα ἀποκύλισμα ἀφύλισμα ἀνακογχύλισμα ἀποχύλισμα γέμισμα ἐνστόμισμα ἐνόρμισμα ἀποτηγάνισμα βασάνισμα ἅγνισμα ἀνακτένισμα ἐκτένισμ(α) ἀποκτένισμα αὐχένισμα ἀναγκαίνισμα· ἔγκνισμα εἰκόνισμα ἀπεικόνισμα ἀντεικόνισμα ἐνθρόνισμα ἐγκάπνισμα ἀγώνισμα ἀνταγώνισμα αἰώνισμα διασαλακώνισμα ἄθροισμα ἄμφοισμα διάπισμα ἀπολέπισμα γρίπισμα ἔλπισμα ἐγκατέλπισμα ἀγλώπισμα· ἐγκαλλώπισμα γαργάρισμα ἀναγαργάρισμα ἀποκαθάρισμα βαττάρισμα ἀποχάρισμα ἐνύβρισμα ἄνδρισμα ἀποθέρισμα διαμέρισμα ἀπόθρισμα διόρισμα διαπόρισμα ἀφόρισμα ἔκπρισμα ἀπόπρισμα ἐγκέντρισμα ἀγαύρισμα ἀγκύρισμα ἀποπιτύρισμα ἄφρισμα διάχρισμα ἔγχρισμα γνώρισμα διαγνώρισμα ἀναγνώρισμα διαχώρισμα ἐγχυμάτισμα ἀναχωμάτισμα ἀκράτισμα ἀπολάκτισμα ἔκτισμα