< ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα >
ἀποκαθάρισμα
,
-ματος, τό
parte eliminada
,
desecho
τῶν λαχάνων
Pall.
H.Laus
.32.10
•
impureza
,
EM
483.12G.