ἐναύλισμα, -ματος, τό
milit., plu. campamento provisional Artem.4.47,
νεωστὶ γενόμενόν τι οἴκημαHsch.
•gener. morada
στρουθίωνCyr.Al.Luc.2.96.11, cf. Phot.ε 820.
νεωστὶ γενόμενόν τι οἴκημαHsch.
στρουθίωνCyr.Al.Luc.2.96.11, cf. Phot.ε 820.