< ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός >
ἐγχυμάτισμα
,
-ματος, τό
infusión
,
poción
κύπερος ἐ. δι' οἴνου καὶ ὕδατος
Afric.
Cest
.3.30.5, cf.
Hippiatr.Lugd
.15.