< ἐνθρόνιος
ἐνθρονισμός >
ἐνθρόνισμα
,
-ματος, τό
sede del trono
ἁπάντων κοινὸν ... θεῶν ἐ.
IKomm.Kult
.N 46 (Nemrud Dagh I a.C.).