< Ἐλπίς
ἐλπισμός >
ἔλπισμα
,
-ματος, τό
esperanza
,
confianza
πιστὸν ἐ.
Epicur.
Fr
.[22.3],
ἐπιθυμήματά τε καὶ ἐλπίσματα
D.Chr.20.24, cf.
Chr.Pat
.597.