< διαχώρισις
διαχωρισμός >
διαχώρισμα
,
-ματος, τό
1
abertura
,
falla
ἐν τῇ γῇ
Luc.
VH
2.43.
2
límite
,
separación
Sch.D.P.10L., Sch.A.
Pr
.782.