ἐγκαλλώπισμα, -ματος, τό
adorno, gala, lujo
ἑ. πλούτουlujo de rico Th.2.62, cf. Plot.3.5.9,
ἐ. τῆς Ῥωμαίων ἡγεμονίαςref. a Constantinopla, Them.Or.6.83c, cf. Aristid.Or.26.95, fig.
(ὁ καθαρὸς βίος) ζωῆς ἐ.Gr.Nyss.V.Macr.402.20
•de pers. honor, gloria
τοῦ τῶν Φλωριδῶν γένουςAgath.proem.11,
τὴν Ἀντιοχείας ἅλωσιν ἐ. τι ... ἑαυτῷ περιτίθησινMen.Prot.6.1.113.