< ἐκκύλισις
ἐκκύλιστος >
ἐκκύλισμα
,
-ματος, τό
revolcadero
de caballos,
sinón. de ἀλινδήθρα
Sch.Ar.
Nu
.32a, Zonar.s.u.
ἐξαλίσας
.