< ἀποπρίσκομαι
ἀποπριστέον >
ἀπόπρισμα
,
-ματος, τό
raedura
,
raspadura
Arist.
Mir
.841
a
16 (cj.),
θυ]ίνων ἀποπρισμάτων
ID
1409 Ba.2.35 (II a.C.).