< ἀπόθριξ
ἀπόθρονος >
ἀπόθρισμα
,
-ματος, τό
trozo
δρέψατο γὰρ παλάμῃσι λυγρῶν ἀποθρίσματα ῥιζῶν
Orph.
A
.1000.