< ἐκτενής
ἔκτεξις >
ἐκτένισμ(α)
,
-ματος, τό
uel
ἐκτενισμ(ός)
,
-οῦ, ὁ
sent. dud., prob. término ref. al tejido o teñido
SB
9307.4, 6 (II/III d.C.).