< ἐγκέντρισις
ἐγκεντρισμός >
ἐγκέντρισμα
,
-ματος, τό
bot.
injerto
fig.
ψυχῶν ἀκάρπων
Rom.Mel.23.
ςʹ
.5, cf.
Gloss
.3.191, 263.