< ἀποκτείνω
ἀποκτέννω >
ἀποκτένισμα
,
-ματος, τό
cuerda
,
estopa trenzada
τὸ ἀ[πο]κτένισμα τοῦ στιππύου
PCair.Zen
.176.42 (III a.C.).