Ἀξιόκερσα Ἀξιόκερσος ἀξιοκοινώνητος ἀξιόκτητος ἀξιόληπτος ἀξιόλογος ἀξιομάθητος ἀξιομακάριστος ἀξιομανεῖς· ἀξιόμαχος ἀξιομίματος ἀξιομῑσής ἀξιομίσητος ἀξιόμισος ἀξιομνημόνευτος ἀξιόμορφος ἀξιόνῑκος Ἀξιόνικος ἀξιονόμαστος ἀξιοπαθής ἀξιοπάμων ἀξιοπενθής ἀξιοπιστεύομαι ἀξιοπιστία ἀξιόπιστος Ἀξιόπιστος ἀξιοπιστοσύνη ἀξιόπλοκος ἀξιοπόθητος Ἀξιόποινος ἀξιοπραγία ἀξιοπρεπής ἀξιοπροστάτευτος ἀξιόρατος ἄξιος Ἄξιος Ἀξιός ἀξιοσέβαστος ἀξιόσκεπτος ἀξιόσκωπτος ἀξιοσπούδαστος ἀξιοστρατήγητος ἀξιοστράτηγος ἀξιόσυλος ἀξιοτέκμαρτος ἀξιότης ἀξιοτίμητος ἀξιότιμος Ἀξιούπολις ἀξιοφανής ἀξιοφίλητος Ἀξιόχη Ἀξιόχος ἀξιοχρεία ἀξιοχρείων ἀξιόχρεος ἀξιοχρέων ἀξιόχρεως ἀξιοχρήματος ἀξιόω ἀξιφεί ἄξιφος ἀξιώλεθρος ἀξίωμα ἀξιωματικός ἀξιωμάτιον Ἀξίων ἀξίωσις ἀξιωτέον ἀξιώτης ἀξόανος