ἀξιοπρεπής, -ές


I 1bien dispuesto, bello, capaz σῶμα ἀξιοπρεπέστατον ... ἰδεῖν τῆς πόλεως X.Smp.8.40, σοφός Phld.Rh.2.30, (πομπή) D.C.51.21.7
subst. τὸ ἀξιοπρεπές σου Sm.Ps.89.16.

2 digno de honor ἐπίσχοπος Ign.Magn.13.1, de la iglesia de Roma, Ign.Rom.proem.

II adv. -ῶς

1 dignamente ἀμύνασθαι ἀ. Ps.Callisth.2.22B.

2 en forma digna de honor ποιεῖσθαι τινα (λόγον) Gr.Thaum.Par.Or.2 (p.4.10).