< ἀξιόπλοκος
Ἀξιόποινος >
ἀξιοπόθητος
,
-ον
merecidamente amado
c. dat.
ὦ ἀξιοπόθητοι θεῷ μονάζοντες
Serap.
Ep.Mon
.M.40.933D.