ἀξιόπιστος, -ον


I 1de pers. digno de crédito o de confianza ἀνήρ Pl.Alc.1.123b, SB 9456.12, ἄνθρωπος ... ἀξιόπιστος δ' ἂν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3, Κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA 606a8, ὅταν οὕτω λεχθῇ ὁ λόγος ὥστε ἀξιόπιστον ποιῆσαι τὸν λέγοντα cuando el lenguaje es usado de tal forma que hace digno de fe al que habla Arist.Rh.1356a5, de los filósofos, Phld.Mus.p.77K., de Alejandro, Luc.Alex.4, φύλακες PCair.Zen.361.11 (III a.C.), μάρτυρες PLond.1711.32 (VI d.C.), φιλόσοφος Ep.Diog.8.2, cf. Fauorin.de Ex.21.3, ἀ. εἰς ταῦτα X.Mem.1.5.2
de cosas y abstr. digno de crédito, seguro ἦθος Pl.Ep.323a, πεῖρα Arist.GA 741a37, ναύλοχα πρὸς τοσαύτην ἀξιόπιστα ναυτιλίαν Plu.Caes.58, cf. Plu.2.68c, πράγματα M.Ant.6.13, κατηγορία D.C.74.9.5 (p.345), ὁ πρόσωπος Charito 6.9
leal, benevolente ἀξιοπιστότερά ἐστιν τραύματα φίλου ἢ ἑκούσια φιλήματα ἐχθροῦ LXX Pr.27.6
subst. τὸ ἀ. credibilidad τὸ τῆς ἐπαγγελίας αὐτῶν ἀξιόπιστον Plb.3.44.7.

2 capaz de creer ἵνα ... ἀξιοπίστους αὐτοὺς ἐργάσηται Chrys.M.62.207.

II subst. ἀξιόπιστον, τό autoridad, prestigio τὸ γεραιὸν τῆς ἡλικίας καὶ ἀξιόπιστον οὐκ ἐπικαλυπτέον Clem.Al.Paed.3.11.63.

III adv. -ως

1 de forma digna de crédito ἀ. συνῶπται Arist.GA 741a34.

2 verosímilmente ταῦτα λέγειν Timae.156, κελεύειν ἀ. Gal.17(2).139, τὰ αὐτῶν ... δοκεῖν εἶναι ἀληθῆ ἀ. Plot.2.9.10.