< Ἀξιόποινος
ἀξιοπρεπής >
ἀξιοπραγία
,
-ας, ἡ
conducta digna
ἐγκατεσπάρθω παρ' ὅλον τὸν βίον ἀξιοπραγία
Clem.Al.
Paed
.2.10.93.