< Ἀξιόκερσος
ἀξιόκτητος >
ἀξιοκοινώνητος
,
-ον
1
digno de la comunidad
ἄλλοι διάκονοι
Pl.
R
.371e.
2
digno de participar en
τοῦ συλλόγου
Pl.
Lg
.961a.