< Ἀξιόπιστος
ἀξιόπλοκος >
ἀξιοπιστοσύνη
,
-ης, ἡ
hecho de ser digno de confianza
,
honorabilidad
γυναῖκες ... ἀξιοπιστοσύνῃ μεμελημέναι
Man.4.505.