< ἀξιόλογος
ἀξιομακάριστος >
ἀξιομάθητος
,
-ον
digno de saberse
(νόμων) θείων δὲ καὶ αἰωνίων παντὸς πάντη ἀξιομαθητοτέρων εἶναι νομιζομένων
X.
Ep
.7, cf. Iambl.
VP
14.