< ἀξιομίματος
ἀξιομίσητος >
ἀξιομῑσής
,
-ές
digno de odio
A.
Fr
.472.5,
οὓς μάλιστα ... ἀξιομισεῖς ἐνόμιζεν εἶναι
D.C.78.21.2.