< ἀξιόσκεπτος
ἀξιοσπούδαστος >
ἀξιόσκωπτος
,
-ον
digno de burla
τὰ φαῦλα καὶ ἀξιόσκωπτα πλημμελήματα τῶν ποιητῶν
Tz.Comm
.Ar.2.512.7.