διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διαστεμα
διάστενος
διάστερος
διαστήκω
διάστημα
διαστηματικός
διαστήρ
διαστηρίζω
διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικός
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολίδιν
διαστολικόν
διαστόλιον
διάστολον
διαστομαχίζομαι
διαστομόω
διαστόμωσις
διαστόρνυμι
διαστομωτρίς
διαστοχάζω
διάστρα
διαστραπή
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διάστρεμμα
διαστρεπτέον
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροτήρ
διαστροφαόμαι
διαστροφεύς
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστρωτήρ
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφω
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι·
διασυλάω
διασυλλαμβάνω
διασυμβαίνω
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντηρέω
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρίττω
διάσυρμα
διασυρμός