διαστείχω
I
πόλινE.Andr.1090,
γύαλαE.Andr.1092,
ἄλσεαNonn.D.4.332,
κενεῶναNonn.D.21.312, c. gen.
θαλάμοιοNonn.D.8.16, 10.66,
θαλάσσηςNonn.Par.Eu.Io.6.19.
2 c. gen. hacer uso de, emplear
πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοιςemplearon la riqueza en el arduo ejercicio de las cuadrigas Pi.I.3/4.17b.
II intr.
1 caminar, marchar, andar, AP 12.85 (Mel.), Nonn.D.25.533, Colluth.215,
ὠκυτέρῳ ... πεδίλῳNonn.Par.Eu.Io.4.28
•fig. continuar, proseguir una investigación, abs.
Θεῷ πίσυνοι διαστείχωμενCyr.Al.M.68.592A.
2 dirigirse, encaminarse
ἀνεγρομένη γε διέστιχε μᾶλα νομεύεινlevantándose se fue a apacentar sus cabras Theoc.27.69 (cód.),
εἰς ῥόον ... ὨκεανοῖοNonn.D.12.116,
διέστειχεν ὅπῃ βούλοιτοEun.VS 474.
3 salir de, abandonar c. gen.
νεκρὸν ... διαστείχοντα βερέθρουNonn.Par.Eu.Io.11.42.
4 entrar c. εἰς y ac.:
ἐς δόμονNonn.D.8.188,
εἰς μυχὸν ... παρθενεῶνοςNonn.D.6.159
•alcanzar, llegar a
εἰς πάντας ... διαστείχει βλάβηCyr.Al.M.68.461C.