διαστέλλω


A tr.

I 1separar concr. τὸ δέρμα Hp.Morb.2.18, cf. Arist.HA 549a25, συνεσταλμένα Hp.Off.11, τοὺς ὑμένας Str.6.1.9, (τὴν φάραγγα) τόν τε τῆς ἄνω πόλεως καὶ τὸν κάτω λόφον διαστέλλειν I.BI 5.140, αὐτὸν ... εἰς κακὰ ἐκ πάντων τῶν υἱῶν Ισραηλ LXX De.29.20, cf. Nu.8.14, 3Re.8.53
apartar, retirar, desviar (τὴν αὐλαίαν) LXX Iu.14.15, τὴν κόμην Luc.Tox.30, τὸ φῶς εἴσω Plu.2.517b, fig. διαστείλας ὥσπερ ἀνθηρὸν παραπέτασμα τὴν δόξαν αὐτῶν Plu.2.471a
presentar o computar en un registro o asiento separado ἀπογράφειν ... τ[ό] ... πλῆθος τῶν ἀρουρῶν ... διαστέλλοντας τὴν ἱερὰν γῆν PRev.Laws 36.7 (III a.C.), en v. pas. εὗρον ὑπ' Ἀρείου διεσταλμένας ἀπὸ τῆς γῆς τὰς κρατίστας ἀρούρας κα PAmh.40.5 (II a.C.), cf. BGU 552A.1.10, POxy.2119.9 (ambos III d.C.).

2 abrir τὴν σκηνήν Plu.2.182d, τὸ στόμα Luc.Am.53, (τὸν ἀνταγωνιστήν) en sent. sexual, Luc.Asin.9, τοῦ δὲ περιεστῶτος ... στρατοῦ ... τὴν πάροδον διαστέλλοντος Hld.10.23.4, en v. pas. ὑπερῷα ... διεσταλμένα θυρίσιν palacios abiertos con ventanales LXX Ie.22.14, (θώραξ) μόνοις τοῖς μηροῖς ... διαστελλόμενος (una coraza) abierta únicamente a la altura de los muslos Hld.9.15.3.

3 cortar, hendir ἀετοῦ ... τόπον βουνοειδῆ ... διαστέλλοντος τοῖς ὄνυξι Plu.Thes.36, διαστέλλοντα τὰ μὲν τὸν ἀέρα τὰ δὲ τὸ ὑγρόν ref. a aves y peces, Arist.IA 713a12, cf. Plu.2.915a, en v. pas., Plu.2.950b
trinchar τὸν ἕνα πόδα (τοῦ χοιριδίου) Vit.Aesop.G 42 (cód.)
despedazar σὲ διαστείλασα γνάφοις AP 7.133 (D.L.).

4 dispersar ἡ σελήνη ... διαστέλλουσα τὰ νέφη Plu.Arat.22, ὁ δὲ ... τοὺς κατὰ πλεῦρον ἀεὶ διαστέλλων y él dispersando sin tregua a los que se le acercaban por el costado I.BI 5.62.

5 dilatar τὰ σώματα op. συστέλλομαι Phlp.Aet.424.21, abs. op. συνθλίβειν Arist.Iuu.472a25
aumentar τὴν προπέτειαν Serap.Man.39 (p.57).

II 1diferenciar, distinguir ταῦτα ... διαστεῖλαι hacer una distinción entre ellas Str.1.2.31, διαστέλλων τὸν λεγόμενον γόνον Ath.285b, τό τε ὠφέλιμον καὶ τὸ ἐπιζήμιον ... εἶδος Ph.1.320, cf. Clem.Al.Strom.6.10.82, ἣν ἕκαστον ἔχει φύσιν Ph.1.118, γλυκὺ ὕδωρ ἀπὸ πλατέος Ath.41b, cf. 571d, Synes.Ep.66, τοῖς ἐπιθέτοις τὰς χρήσεις Ath.25a, τὸ ἀγαθὸν τοῦ δικαίου Clem.Al.Strom.2.8.39, Τρ[ῶ]ας διέστα<λ>κεν τ(ῶν) Δαρδάνων Sch.Er.Il.2.819 (p.174), τὸ πνεῦμα πρὸς τὸ κατὰ σάρκα Ath.Al.M.26.665C, en v. pas. διασταλέντων τοῦ ‘ἡμῖν’ καὶ τοῦ ‘ἁπλῶς’ Origenes Io.1.34
gram. τὸ μὲν διαστέλλει uno tiene valor distintivo A.D.Pron.39.1, ὁ γὰρ τόνος διαστέλλει τὸ σημαινόμενον Sch.Ar.Pl.109i, cf. anón. en POxy.1012.16.5
constr. c. ἀνὰ μέσον: διαστεῖλαι ἀνὰ μέσον τῶν ἁγίων καὶ τῶν βεβήλων distinguir entre lo sacro y lo profano LXX Le.10.10, cf. 11.47, Psalm.Salom.2.34, Ru.1.17
fig. abs. ὅρασις διαστέλλουσα ref. a la visión profética, LXX 1Re.3.1
en v. med. mismo sent. τὰς ὁμωνυμίας Str.8.3.6, εὐτελῆ ἀμφιβολίαν Origenes Io.4.21, cf. Eus.PE 11.7.10, c. ac. int. πραγμάτων διαφοράς Ph.1.162, cf. Str.10.3.7, Ammon.Diff.16, abs., Clem.Al.Strom.1.20.99, Paed.1.8.68.

2 cien. dividir ταύτην (φύσιν) ... δίχα Pl.Plt.265e, τὸ μέλος τῷ διαψάλματι Cyr.Al.M.69.725C, en v. pas. τῶν κλιμάτων ἐν παραλληλογράμμῳ σχήματι διαστελλομένων al estar divididos los climas en forma de paralelogramo Posidon.249
gram. separar con interpunción βελτίον ἐπὶ τὸ ‘δεῦρο’ δ. Sch.Er.Il.1.153a, cf. 2.136-7.

3 precisar, concretar, definir con exactitud, dejar claro τὰ λεγόμενα Pl.Euthd.295d, τὸ τῷ εἴδει Arist.Top.134b22, τὸ πλεοναχὸν τὸ τῆς ῥητορικῆς Phld.Rh.2.93Aur., c. inf. ψυχή, ἡ ἂν ὀμόσῃ διαστέλλουσα τοῖς χείλεσιν κακοποιῆσαι LXX Le.5.4, en v. pas. τὰ διεσταλμένα LXX 2Ma.14.28, cf. Ep.Hebr.12.20, SEG 38.1462.36 (Enoanda II d.C.)
en v. med. mismo sent. ποῖα δὲ διαστέλλει; Pl.R.535b, πάσας τὰς συμμαχίας Plb.22.9.10, c. περί Arist.Pol.1268b32, Phld.D.3.fr.8.5, Plb.29.12.12, 36.17.1, ὑπὲρ δὲ Σικελίας τἀναντία Plb.3.23.5, cf. 16.28.5
interpretar τὸν νόμον Plb.12.16.7, τὰς τῶν ἄλλων δόξας Plb.12.25c.3, en v. pas. ταῦτα ... ἐπὶ τῶν ἀρρενικῶν γενέσεων ... διέσταλται Vett.Val.192.32
fijar τὸν μισθόν LXX Ge.30.28, en v. pas. τινα ... οὐ διεσταλμένην ἔχει τὴν προφοράν algunas (palabras) no tienen una pronunciación fijada A.D.Synt.37.7
designar, señalar para un fin, LXX Io.20.7.

4 proferir, pronunciar εὐχὰς ... ἃς διέστειλεν τὰ χείλη μου LXX Ps.65.14.

B intr. en v. act. y med.

I 1diferir, discrepar Τίτου δὲ πρὸς τὸ συνέδριον διαστείλαντος Plb.18.47.11.

2 dirigir un requerimiento judicial διέσταλκέν μοι ὡς ἐνεδρεύσαντι ... υἱὸν αὐτοῦ POxy.484.8 (II d.C.)
tb. en v. med. mismo sent. PRyl.113.14 (II d.C.).

II sobre διά indicando ‘mediación’

1 dar un encargo, encomendar, ordenar c. dat. de pers. αὐτῷ ... περὶ τούτων D.S.28.15
frec. en v. med. mismo sent., καὶ διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων Eu.Marc.8.15, c. inf. o complet. ὑμῖν προνοεῖσθαι, ὅπως ... UPZ 111.6, cf. 11.23 (ambos II a.C.), D.S.11.38, Clem.Al.Strom.5.12.78, PWash.Univ.20.9 (IV d.C.), διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνοῖ τοῦτο les ordenó con insistencia que nadie supiera esto, Eu.Marc.5.43, cf. Eu.Matt.16.20, abs. Epiph.Const.Haer.8.5.4, Cyr.Al.M.69.600D.

2 sólo en v. med. amonestar, advertir τῷ δικαίῳ τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν LXX Ez.3.21.

III gener. v. med.-pas.

1 dilatarse los pulmones, Arist.Aud.800b2, en v. act. αἱ φρένες op. συστέλλειν Gal.2.657.

2 dispersarse, expandirse κατὰ τοῦτον τὸν τόπον διασταλέντα τὰ ὑγρά Arist.Pr.891a2
dispersarse, disiparse en v. act. διασταλήτω μοι πᾶσα νεφῶν σκοτία PMag.4.2471.