< διασυκάξαι·
διασυλλαμβάνω >
διασυλάω
robar
τῶν ἀρχομένων τὰ ὄντα
Malch.2a.7
•
fig. en v. pas.
διασυλωμένων ... ψυχῶν
Felix III
Ep.P
.p.14.26.