διαστείβω
1 atravesar, cruzar ríos y mares
ἐπ' οἶδμ' ἅλιον ναῒ θοᾷ †διαστείβωνPi.Fr.221.4,
δουρατέῳ τροχόεντι διαστείβων ῥόον ὁλκῷNonn.D.3.8, (habla un río a otro)
γυναῖκες ἡμέας ἀκλύστοισι διαστείβουσι πεδίλοιςNonn.D.23.187.
2 pisar, hollar
ταρβαλέῳ πρηῶνα διαστείβουσα πεδίλῳNonn.D.32.250
•fig., en teol. acuñar
φύσιν ἐν ἰδίᾳ μορφῇCyr.Al.Cat.Ep.Hebr.1.8 (p.355).
3 pisotear, atropellar
διαστείβων ἐλατῆραpisando (el caballo) a su jinete Nonn.D.36.239.