< διαστράπτω
διαστρατηγέω >
διαστρατεύομαι
luchar en campaña
part. aor.
ὁ διαστρατευσάμενος
veterano
D.C.58.18.3,
οἱ εἰς Ἑλλάδα διεστρατευκότες
Sch.A.
Pers
.247D.