διαστρέφω
A tr.
I
a) c. ac. del cuerpo o partes del mismo
διαστρέφοντας τὰ σώματα καὶ τροχοὺς μιμουμένουςcontorsionando sus cuerpos e imitando ruedas X.Smp.7.3,
αἱ γὰρ βαρεῖαι πλησμοναὶ τῶν σκυλακίων διαστρέφουσι τὰ σκέληX.Cyn.7.4,
διαστρέψαντα τὸ πρόσωπονhaciendo una mueca Plu.2.535a, cf. 535d,
τὼ ὀφθαλμώLuc.Philops.16, Ach.Tat.4.9.1,
πρὸς ἑκατέραν πλευρὰν τὸ σῶμα διαστρέφουσαgirando el cuerpo hacia uno y otro costado Hld.7.9.3, cf. Macho 16., en v. pas.
διεστράφθαι τὴν ῥῖναque la nariz quede torcida Hp.Art.38,
μέλη διεστραμμέναPl.Grg.524c, cf. Arist.Po.1449a36, c. ac. de rel.
δέκα μυριάδες ὑπὸ τῆς ναυτίας ... διεστράφησαν τὸν στόμαχονa cien mil se les revolvió el estómago por efecto del mareo Iul.Or.190d
•refl.
ἑαυτὸν ... διαστρέφωνLuc.Symp.18;
b) c. otros ac.
τὴν ἐντεριώνηνThphr.CP 1.21.6,
τὰ ξύλαThphr.HP 5.5.4
•c. ac. int.
κυκλώματα διαστρέψειdará vueltas LXX Ib.37.12;
c) como procedimiento de tortura retorcer, torturar
εἰ ... οἱ θεοὶ ... ἐθέλοιεν ἡμᾶς καὶ κακοῦν καὶ διαστρέφεινPlu.2.1048e,
ἥτις (κλίμαξ) ... διαστρέφει τὰ σώματα τῶν βασανιζομένωνSud.s.u. κλιμακίζειν, en v. pas.
τῇ κλίμακι διαστρέφονταιCom.Adesp.450, abs.
ὁ πόνος ... ἐμμελῶς διαστρέφειLuc.Ocyp.67
•simpl. castigar
αὐτούςPOxy.1840.5 (VI d.C.)
•pero poner en el potro prob. c. doble sent. obs., Eup.99.8, 11, en v. pas., Eup.99.1 (cf. διαστροφή II 2).
2 embrollar, desordenar
διέστρεφον τοὺς κατόπινref. a soldados que pierden posiciones, Plb.2.30.4, en v. pas.
φάλαγξ ... διεστραμμένηPlb.12.20.6,
διεστραμμένα αὐτά (τὰ γράμματα) διαγινώσκεινreconocerlas (las letras) estando desordenadas Chrys.M.57.201.
II fig.
1 torcer, desviar, cambiar
a) gener. sent. neg., c. ac. de abstr. o cosa
ἴχνος ... φρενόςA.Supp.1017,
τὸν μέν (τρόπον χρηστόν)Critias B 22,
τὸ ἐφεξῆςel orden de los hechos Arist.Po.1452a1, cf. Plb.15.25.38,
οὐ ... ἅπασαν ὑπόληψιν ... διαστρέφει τὸ ἡδὺ καὶ τὸ λυπηρόνArist.EN 1140b14,
τὰς ὁδοὺς αὐτοῦLXX Pr.10.9, cf. Act.Ap.13.10,
ἵνα τί διαστρέφετε τὰς διανοίας τῶν υἱῶν Ισραηλ μὴ διαβῆναι εἰς τὴν γῆν ...;LXX Nu.32.7, en v. pas.
διαστραφῆναι τὴν διάνοιανLuc.Vit.Auct.25,
εἰς τὸ παρὰ φύσιν διεστράφη τὰ τῆς μουσικῆςAristid.Quint.63.10, cf. D.Chr.76.4;
b) esp. ref. a lit. jur. torcer, distorsionar
τοὺς νόμουςIs.11.4, D.10.75, 24.210,
τὴν [ἀπολο]γίανHyp.Lyc.10, cf. LXX Mi.3.9, Phld.Lib.fr.66.11, Plu.Lyc.6, Cam.28,
τἀληθέςD.18.140, cf. 10.75, Prooem.46.2, Plu.2.868d,
κρίμα πένητοςLXX Ex.23.6
•en la interpr. textual
τ]όπον ... διέσ[τρε]ψαν οἱ γραμματ[ικοίlos gramáticos malinterpretaron el pasaje Demetr.Lac.Herc.1012.25.7,
τὴν προσῳδίανStr.13.1.41,
διαστραφεῖσαι ἐκδόσειςediciones corruptas Origenes Io.6.41
•malinterpretar, falsear el significado de en la interpr. mit.
οὓς (sc. μύθους) ... ἀλληγορίαις ... νῦν λεγομέναις παραβιαζόμενοι καὶ διαστρέφοντες ἔνιοιPlu.2.19e.
2 descomponer, echar a perder
τὸ πρᾶγμαHld.7.23.6,
ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφειMen.Mon.287,
ψυχάςLXX Ez.13.18, cf. Chrys.M.63.149,
τὸ ἦθοςPlu.2.66c, en v. pas.
τὸ ἔργονPlu.2.807d,
μεγάλη ἐξουσία ... μεγέθει τῶν πραγμάτωνPlu.2.337e, una cantidad de cereales PMasp.2.3.19 (VI d.C.).
3 c. ac. de pers. cambiar la mente de, desviar de su propósito a
τὸν δικαστὴν δ. εἰς ὀργὴν προάγονταςArist.Rh.1354a24,
ἵνα τί ... διαστρέφετε τὸν λαόν μου ἀπὸ τῶν ἔργων;¿por qué distraéis a mi pueblo de sus faenas? LXX Ex.5.4, cf. Act.Ap.13.8,
ἑαυτὸν εἰς ἑτέρων ἐπανόρθωσινPlu.2.459c.
4 pervertir, corromper
τὸ ἔθνος ἡμῶνEu.Luc.23.2, cf. 1Ep.Clem.46.9, Agathan.V.Gr.Ill.86, en v. pas.
Καύαρος ... ὑπὸ Σωστράτου τοῦ κόλακος διεστρέφετοPlb.8.22.3, cf. D.Chr.33.60, Arr.Epict.2.23.19, Chrys.M.49.33
•sublevar
τὰς ἄνω σατραπείαςPlb.5.41.1.
B intr.
I en v. med.-pas.
1 torcerse, retorcerse
ἢν χεῖλος ... διαστραφῇHp.Aph.4.49,
πάντα ὀστέα ἐς ὅπερ πέφυκε ... φιλεῖ διαστρέφεσθαιHp.Fract.8,
ἀπολαύσομαί <τι> γ', εἰ διαστραφήσομαι¿y qué voy a ganar retorciéndomelo? (el pescuezo), Ar.Au.177, cf. Plu.2.478f, c. ac. de rel.
ἀμφοτέρους (παῖδας) διεστραμμένους τοὺς πόδαςambos (niños) con los pies retorcidos en una escultura, Paus.5.18.1
•encorvarse
ἐὰν ... διαστραφῶσιν ἄνδρες τῆς δυνάμεωςLXX Ec.12.3
•ref. a la madera alabearse
ξύλον διαστρεφόμενονPl.Prt.325d, Arist.EN 1109b6, cf. Thphr.HP 5.1.10, CP 5.17.2, Plu.2.649b
•fig. pervertirse, corromperse
ἵνα μὴ διαστρέφοιντο (οἱ σώφρονες) τοῖς ἀλλοτρίοιςAntisth.161,
γενεὰ ... διεστραμμένηraza perversa LXX De.32.5,
οὐ διαστραφήσεσθε ὀπίσω τῶν διανοιῶν ὑμῶνLXX Nu.15.39,
ὁ πλασθεὶς ... διεστράφηChrys.M.54.614, c. ac. de rel.
τούτων (τῶν παίδων) δὲ τοῖς λόγοις τὰ ἤθη διαστρεφομένωνXenocrates 65, cf. D.S.12.12,
σὺ τὴν ἐναντίαν διαστροφὴν ἔσῃ διεστραμμένοςArr.Epict.3.7.18
•trastornarse
διαστρέφεσθαι δὲ τὸ λογικὸν ζῷον ... διὰ τὰς τῶν ἔξωθεν πραγμάτων πιθανότηταςChrysipp.Stoic.3.53,
ἵνα μὴ διαστραφῶσιν ὡς τἀναντία κελευόμενοιpara que no se trastornen como si se les ordenara lo contrario Chrys.M.61.421.
2 bizquear, torcerse los ojos
οἱ ὀφθαλμοὶ ... διαστρέφονταιHp.Morb.Sacr.7,
εὐδαιμονήσω δ', εἰ διαστραφήσομαι;¿seré feliz, si me pongo bizco? Ar.Eq.175,
διεστράφην ἰδώνme quedé bizco de mirar Ar.Ach.15, cf. Arist.Pr.896b5, part. perf.
ὁ διεστραμμένοςel bizco Eup.298.3, cf. Phld.Cont.3.16, c. ac. de rel.
τὰ ὄμματαArist.Pr.960a13.
3 atravesar, cruzar
διαστρεφομένη· †διαπορευομένηHsch.
II en v. act. dividirse, separarse
γλῶσσαί τ' ἀνθρώπων παντοδαπαῖς φωναῖσι διέστρεφονref. a la confusión de lenguas en Babel Orac.Sib.3.106.