διαστολικόν, -οῦ, τό


notificación, comunicación y esp. citación, requerimiento judicial o admin. τὸ διαστολικόν: ἐξ ἧς ἐποιησάμην ... διαστολικοῦ μεταδόσεως ... κατὰ Ἡρατίωνος ... POxy.3464.5 (I d.C.), δ. εἰς Γάιον PSI 941.15, οὐ δεόντως μετέδωκέ μοι δ. POxy.68.33, cf. BGU 1574.10, ᾧ ... δ. μετέδομεν περὶ τοῦ μὴ δεόντως ἠγορακέναι POxy.1203.6, cf. PFam.Teb.24.98, PMich.617.10 (todos II d.C.)
orden de pago, cheque, POxy.533.4 (II/III d.C.)
tb. como adj. de notificación o citación μεταδόντες αὐτῷ ... διαστολικὸν ὑπόμνημα κατελθεῖν εἰς τὸν διαλογισμόν PRyl.119.32 (I d.C.), cf. PMil.Vogl.265.13, BGU 613.18, PVindob.Salomons 5.15 (todos II d.C.).