< διαστρώννυμι
διαστυγνάζω >
διαστρωτήρ
,
-ῆρος
• Grafía:
graf. διαστροτ-
sent. dud., prob.
enlucido
,
revocado
τρικαμάραι
PNess
.22.19, 26 (VI d.C.).