διαστρεβλόω
1 torturar
τὸν αὐτὸν ἄνδραAeschin.3.224 (cód.).
2 c. pron. refl. retorcerse, contorsionarse
ἄλλης (γυναικός) κατ' ἄλλο τι σχῆμα ὀρχηστικὸν ἑαυτὴν διαστρεβλούσηςGr.Naz.M.36.260D.
τὸν αὐτὸν ἄνδραAeschin.3.224 (cód.).
ἄλλης (γυναικός) κατ' ἄλλο τι σχῆμα ὀρχηστικὸν ἑαυτὴν διαστρεβλούσηςGr.Naz.M.36.260D.