< διαστροφαόμαι
διαστροφή >
διαστροφεύς
,
-έως, ὁ
distorsionador
,
tergiversador
τῶν λόγων
Epiph.Const.
Haer
.69.56.7, cf. Eus.
DE
3.4, Sud.s.u.
παραχαράκτης
.