διαστηρίζω
1 fortalecer
ἀμφίχωλον ... σκέλος ... διεστήριζεν Αἰτναίη λιβάςAP 6.203 (Laco o Phil.)
•part. διεστηριχώς firme, sólido
τῶν δὲ ἡνωμένων ... τὰ δὲ παχέα τε καὶ διεστηριχόταAnon.Lond.21.50.
2 sujetar firmemente, fijar
(ὁλκάδα) δεσμῷ ... διεστήριξε θαλάσσῃNonn.D.36.369, cf. 2.659
•en v. med.
μόγις οὖν διαστηριζόμενος διῆλθονapenas si podía andar con paso seguro Hp.Ep.17.3.