διαστίζω
I tr.
1 salpicar, manchar de puntos
(βραχίων) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης(el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo Nonn.D.28.130, en v. pas.
(δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένηBasil.M.31.873B.
2 gram. puntuar, poner signos de puntuación a
τὰ ἩρακλείτουArist.Rh.1407b13.
II fig. distinguir, diferenciar
τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσινAmbr.Fr. en Thdt.Eran.188 (p.165),
κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖοe.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.D.23.95,
ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕνThem.in Ph.141.28,
Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζονStob.2.7.3c,
ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμενIust.Nou.115.4.4, abs. Arr.Epict.1.17.5
•en v. med.-pas.
δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλωνPhlp.in Ph.704.15, cf. 17
•métr.
διεστιγμένον ἐλέγειονelegíaco distinto n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.