διαδάκνω
διαδάπτω
διαδᾰτέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδεκτικός
διαδέκτωρ
διαδέλλειν·
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
Διάδες
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμεύω
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
Διαδημάτος
διαδηματοφόρος
Διάδης
διαδιδασκαλία
διαδιδάσκω
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διάδικος
διάδιπλος
διαδιφρεύω
διαδιψάω
διαδοιδῡκίζω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδονέω
διαδονίζομαι
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδοράτισις
διαδορατισμός
διαδόσιμος
διάδοσις
διαδοτέον
διαδοτέος
διαδότης
διαδοτικός
Διαδουμενιανός
διαδοχεύω
διαδοχή
Διαδοχηνός
διαδοχικός
διάδοχος
Διάδοχος
Διαδόχου
διαδραματίζω
διαδραματικός
διαδρανής