διαδορατίζομαι
luchar con lanza, alancear, luchar
οἱ πυργομαχοῦντες ἐκ χειρὸς ταῖς σαρίσαις διαδορατιζόμενοιPlb.5.84.2, cf. I.BI 5.119, cf. PKöln 186.1 (II a.C.), en v. pas.
διαδορατισθέντεςatravesados por la lanza M.Ant.4.3
•fig. luchar abiertamente
(Πλάτων) πρὸς Ὅμηρον ... οἱονεὶ διαδορατιζόμενοςLongin.13.4.