διαδηλόω
I tr.
1 mostrar, evidenciar, poner de manifiesto c. interr. indir.
(ἡ νοῦσος) ἐν ταύτῃσι ἡμέρῃσι διαδηλοῖ εἰ θανάσιμος ἢ οὔHp.Int.39
•c. ac. de abstr.
τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι ΝέρωνιI.BI 6.422, cf. D.L.4.46,
ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖνα (τὰ ὑποκείμενα) τὴν ἀλλήλων διαδηλοῖ φύσινS.E.M.7.87, cf. D.C.40.17.2, 43.35.3,
ἡδεῖαν διαδηλοῖ φύσινAristid.Quint.116.23, cf. 19
•representar gráficamente
διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ Κιμβρικὰ κατορθώματαPlu.Caes.6.
2 ref. al lenguaje, oral o escrito manifestar, dar a conocer
διαδηλοῦντες ὅσον ἦν τὸ π[εριὸν ἐκ] τοῦ ἐπάνω χρόνουPRev.Laws 16.17 (III a.C.), cf. PVindob.Boswinkel 1.15 (I d.C.),
πάντα ἀλλήλοις διεδήλουνD.C.46.36.5,
τὰ ... πλείω ἐς σανίδας γράφων διηδέλουD.C.60.13.5.
II intr. manifestarse
διαδηλοῖ δὲ ταῦτα ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέρῃσινHp.Morb.1.26, cf. 3.15.