διαδικαιόω
1 tr. propugnar, proponer abiertamente c. ac. de abstr.
ἐκ τοῦ φανεροῦ διαδικαιούντων αὐτάTh.4.106, cf. D.C.40.62.2, 46.32.2, Hsch.,
διεδικαίου δὲ τὴν πράξιν οὐδείςPlb.38.2.14.
2 intr. salir en defensa de, defender
ὑπὲρ αὐτοῦD.C.39.60.1.