διαδιδράσκω
• Alolema(s): jón. διαδιδρήσκω Hdt.3.135, Aret.SD 1.10.1
• Morfología: [aor. sigm. subj. διαδράσῃ Arist.HA 613b20; perf. part. διαδεδρᾱκότας Ar.Ach.601]
I en pres.
1 intr. huir
δουλεύσαντες καὶ διαδιδράσκοντες ὕστερονTh.7.85,
(γυναῖκες) διαδιδράσκουσι γάρAr.Lys.719, cf. Hld.8.16.4,
λήσεσθαι ... ἤλπιζον ... διαδιδράσκοντεςI.BI 5.448, cf. 6.116, Plu.Luc.3, Ach.Tat.4.13.3, Hsch.δ 997, c. ac. de direcc.
ἄλλοι διαδιδράσκουσιν ἑλιγμόν τινα τοῦ ΝείλουHld.8.16.6, c. giro prep.
εἰς ἀνυπονοήτους οἰκίαςPlb.15.30.3,
πρὸς τὸν βασιλέαI.Vit.390, cf. BI 5.421, Luc.Herm.33
•c. prep. y gen.
τῶν δ' ἀτάκτων ... διαδιδρασκόντων ἐκ τοῦ στρατοπέδουPlu.Phoc.12,
διαδιδράσκεις ἐκ τῶν χειρῶνLuc.Herm.59
•part. subst. fugitivo
τοὺς διαδιδράσκοντας ... ἀπέσφαττον οἱ βάρβαροιI.BI 5.560, cf. 4.89,
τὸ ... τῶν διαδιδρασκόντων πλῆθοςI.BI 4.111
•neutr.
τὸ διαδιδρᾶσκονla presa que huye Luc.Anach.29
•fig. refugiarse
εἰς τὸ «τάχα δ' οὐδὲν ἔσται δυσχερέστερον»Plu.2.476c.
2 tr. huir de, eludir, escapar c. ac. de abstr.
πόλεμονPh.2.122,
(τὰς κρίσεις)Ph.2.319,
ὀργήνI.AI 18.144, cf. 19.108,
δουλείανI.AI 19.228,
τὸ κάτοξυ τοῦ πάθεοςAret.l.c.,
λῃστρικὴν ... ἔφοδονHld.5.22.6,
τὴν δίκηνIEphesos 1324.4 (VI d.C.),
τὸν κίνδυνονSch.A.Th.292c,
διαδιδρήσκει πᾶν ἔργον ἡ τροφήel alimento escapa a toda elaboración, e.e., queda sin digerir por el estómago, Aret.SD 2.10.2
•medic. librarse de la enfermedad, sobrevivir
τὴν ... πνίγαAret.SA 2.1.5, abs., Aret.SD 1.14.5.
3 fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. escapar, pasar inadvertido
τοὺς γὰρ τῶν λέξεων ἐχομένους ... διαδιδράσκει τὰ πράγματαlos hechos escapan a los que se apegan a las palabras Clem.Al.Strom.2.1.3,
ὡς ἂν μηδὲν αὐτὸν διαδιδράσκοι τῶν γινομένωνEus.HE 2.2.1.
4 tr. poner en fuga
ἑαυτούςLXX 2Ma.8.13.
II en aor.
1 intr. escapar
ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούςHdt.8.75,
(Λυκοῦργος) διαδρὰς ἔλαθεν αὐτόνPlb.4.81.7,
οὐ μὴ ἐκφύγῃς διαδράςLXX Si.11.10, cf. Plu.2.834f,
διαδρᾶναι μὴ οἷοςD.C.Epit.9.21.7, cf. 8.20.13, 39.57.3,
μή τι]ς αὐτῶν (αἰχμαλώτων) διαδρᾷPPetr.2.2e.4 (III a.C.), cf. BGU 1147.29, 1149.34 (ambos I a.C.),
ἕως ἂν διαδράσῃ τῶν νεοττῶν ἕκαστοςArist.l.c., c. giro prep.
διὰ τόπων ὑλωδῶνPlb.8.18.8,
ἐκ τῆς οἰκίαςPlu.2.835f, cf. D.C.39.12.3.
2 tr. escapar de c. ac. de pers., tb. v. med.
ὅκως τε μὴ διαδρήσεταί σφεας ὁ ΔημοκήδηςHdt.3.135
•c. ac. de abstr.
(Εὐριπίδας) διαδρὰς τὸν ἐνεστῶτα καιρόνPlb.4.69.2,
τὴν θείαν διαδρᾶναι δίκηνMeth.Fr.6 in Iob 25.4
•c. suj. y ac. abstr.
ὁ λόγος ... τῆς ἀχαριστίας δόξαν διαδράςGr.Thaum.Pan.Or.3.42.
III en perf., intr. estar libre, a salvo ref. al servicio militar
ὁρῶν πολιοὺς μὲν ἄνδρας ἐν ταῖς τάξεσιν, νεανίας δ' ... διαδεδρακόταςAr.Ach.601.