διαδείκνυμι
• Morfología: [aor. jón. διέδεξε Hdt.2.134]
I tr. mostrar, hacer ver, demostrar c. ac.
φρόνημα καὶ μέγεθος ἀρετῆς διαδείκνυσιmuestra nobleza de alma y gran virtud Plu.2.540c,
δεινότηταD.C.46.1.2
•en v. med. mismo sent.
τοὺς τρόπους διαδείκνυνταιAeschin.Ep.12.5,
ἐπιμέλειανBGU 778.6 (II d.C.),
μεγαλοψυχίανD.C.53.2.6, c. doble ac.
ὑμᾶς ... τὴν ἑαυτῶν σπουδήνSB 11349.6 (III d.C.), c. ac. y part. pred.
τὴν Ἑλληνικὴν ἀλκὴν ἀπρόσμαχον οὖσανPlu.Arat.9, c. ὅτι Hdt.9.58, en v. pas.
τὸ εἶδος ὅπως διαδείκνυται θεωροῦμενHermog.Inu.3.4 (p.134)
•tb. en v. med., D.C.19.1, 54.6.1.
II intr.
1 demostrarse
ὡς διέδεξε τῇδεcomo quedó demostrado por lo siguiente Hdt.l.c., cf. 3.82,
ὡς διεδείκνυεHdt.2.162.
2 mostrarse c. part.
νῦν τις διαδεξάτω ὑμέων βασιλέος κηδόμενοςHdt.8.118, en v. med.-pas.
διαδεικνύσθω ... ἐὼν πολέμιοςHdt.3.72,
ζηλοῦντες ἀεὶ παῖδες πατέρας ... διεδείχθησανLib.Or.11.105
•exhibirse como orador
μειρακίου διαδεικνυμένουD.L.6.48.