< διαδέρκομαι
Διάδες >
διαδέρω
pelar
,
despellejar
τὸ ὑπερκείμενον δέρμα
Paul.Aeg.6.50.2,
τοὺς ὑμένας
Paul.Aeg.6.62.4, en v. pas.
οἱ δίδυμοι
Paul.Aeg.6.68.